-
1 σκύλ(λ)ινος
σκύλ(λ)ίστικος, η, ο собачий;§ με σκύλ(λ)ινη όρεξη — с волчьим аппетитом;
χίλιες οκάδες βούτυρο σε σκύλ(λ)ινο τομάρι — погов, из грязи, да в князи
-
2 σκύλ(λ)ινος
σκύλ(λ)ίστικος, η, ο собачий;§ με σκύλ(λ)ινη όρεξη — с волчьим аппетитом;
χίλιες οκάδες βούτυρο σε σκύλ(λ)ινο τομάρι — погов, из грязи, да в князи
См. также в других словарях:
σκύλινος — η, ο, Ν 1. σκυλήσιος 2. παροιμ. «χίλιες οκάδες βούτυρο σε σκύλινο τομάρι» λέγεται για ανθρώπους που έχουν πολλά προτερήματα και προσόντα αλλά, ταυτόχρονα, και κακούς και χυδαίους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + κατάλ. ινος (πρβλ. ελεφάντ ινος)] … Dictionary of Greek